έντιμος

έντιμος
(6ος; αι. π. Χ.). Ένας από τους οικιστές της Γέλας, στη Σικελία. Ήταν αρχηγός των Κρητών και ταξίδεψε μαζί με τον Ρόδιο Αντίφημο, 45 χρόνια μετά την κτίση των Συρακουσών.
* * *
-η, -ο (AM ἔντιμος, -ον)
Ι. αυτός τον οποίο τιμούν και επαινούν
νεοελλ.
1. ευσυνείδητος, αυτός που έχει προσωπική τιμή και ενεργεί σύμφωνα με τους κανόνες της («έντιμος πολίτης», «έντιμος δικαστικός»)
2. εκείνος που γίνεται σύφωνα με τις υπαγορεύσεις τής τιμής («έντιμη συμπεριφορά»)
3. το αρσ. ως ουσ. ο έντιμος
κολεόπτερο έντομο χαλκοπράσινου χρώματος
αρχ.-μσν.
πολύτιμος
αρχ.
1. επαινετικός, τιμητικός («λόγος ἐντιμος λεγόμενος»)
2. αξιωματούχος
3. (για νόμισμα) γνήσιο, που γίνεται δεκτό στις συναλλαγές.
επίρρ...
έντιμα και εντίμως (AM ἐντίμως)
με τιμή, με εντιμότητα
νεοελλ.
φρ. «σού τό λέω εντίμως» — σε διαβεβαιώνω με τον λόγο τής τιμής μου
αρχ.
φρ.
1. «ἐντίμως ἄγω τινά» — εκτιμώ κάποιον
2. «ἐντίμως ἔχω» — είμαι έντιμος, μέ τιμούν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ἔντιμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντιμος — ἔντῑμος , ἔντιμος in honour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έντιμος — η, ο επίρρ. α 1. που είναι σε τιμή, τιμημένος. 2. τίμιος, ηθικός, ευσυνείδητος. 3. που γίνεται σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της τιμής: Έντιμη πράξη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βίος, έντιμος — Στο δίκαιο, ο πριν από την παράνομη πράξη έ.β. είναι λόγος μείωσης της ποινής. Επίσης, λαμβάνεται υπόψη για την αποκατάσταση εκείνων που έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα μετά από ποινική καταδίκη …   Dictionary of Greek

  • Ἐντίμου — Ἔντιμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐντίμῳ — Ἔντιμος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔντιμε — Ἔντιμος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔντιμον — Ἔντιμος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντιμότερον — ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour adverbial comp ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour masc acc comp sg ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρός — ή, ό, θηλ. και καθαρά (AM καθαρός, ά, όν, Α δωρ. τ. κοθαρός, αιολ. τ. κόθαρός) 1. απαλλαγμένος από βρομιές, καθαρισμένος, παστρικός (α. «καθαρά ρούχα» β. «καθαρά χροΐ εἴματ ἔχοντα», Ομ. Οδ.) 2. απαλλαγμένος από κάθε ξένη ουσία, αμιγής, γνήσιος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”